περιηργυρωμένῃ

περιηργυρωμένῃ
περϊηργῡρωμένῃ , περί-ἀργυρόω
to cover with silver
perf part mp fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιηργυρωμένη — περϊηργῡρωμένη , περί ἀργυρόω to cover with silver perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”